απειροπόλεμος

απειροπόλεμος
-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπειροπόλεμος — inexperienced in war masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειροπόλεμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει πείρα από πόλεμο, άμαχος: Οι νέοι στρατιώτες που είχαν φτάσει ήταν απειροπόλεμοι, αλλά φιλότιμοι και πρόθυμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειροπολέμως — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war adverbial ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπόλεμον — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc sg ἀπειροπόλεμος inexperienced in war neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπολέμοις — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπολέμου — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπολέμους — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπολέμων — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπολέμῳ — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροπόλεμοι — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”